ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
μελισσόρρυτος, -ον (Α)αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ῥυτός (< ῥέω) πρβλ. μελί-ρρυτος].