[Seite 201] ἡ, = μονομαχία, Nicet.
μοναθλία: ἡ, = μονομαχία, Νικήτ. Χρον. 16Α.
μοναθλία, ἡ (Μ)μονομαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -αθλία (< -αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ-αθλία].