γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ὁ, Μαυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι», πρβλ. ἰσχι-οίδης].