χωματουργός

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ο, Ν
εργαζόμενος σε χωματουργικά έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ-ουργός].