χρυσόχρωμος

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σταχτό-χρωμος].