χρυσαφής

From LSJ

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακόbetter than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ί, Ν
χρυσαφένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάφι + κατάλ. -ής (πρβλ. σταχτής)].