νηπιόθεν

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόθεν: ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ νηπιόθεν Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.

Greek Monolingual

νηπιόθεν)
επίρρ. από τη νηπιακή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. νεό-θεν, παιδό-θεν)].