Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπουκάλα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο μπουκάλι
2. είδος παιχνιδιού
3. φρ. α) «έμεινα μπουκάλα» — έμεινα στη μέση, έμεινα στα κρύα του λουτρού
β) «μέ άφησε μπουκάλα» — μέ άφησε να περιμένω, μέ κορόιδεψε με υποσχέσεις και μέ εγκατέλειψε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλάθ-α, μαχαίρ-α)].