Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
η
1. μεγάλο μπουκάλι
2. είδος παιχνιδιού
3. φρ. α) «έμεινα μπουκάλα» — έμεινα στη μέση, έμεινα στα κρύα του λουτρού
β) «μέ άφησε μπουκάλα» — μέ άφησε να περιμένω, μέ κορόιδεψε με υποσχέσεις και μέ εγκατέλειψε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλάθ-α, μαχαίρ-α)].