μπουκάλα

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο μπουκάλι
2. είδος παιχνιδιού
3. φρ. α) «έμεινα μπουκάλα» — έμεινα στη μέση, έμεινα στα κρύα του λουτρού
β) «μέ άφησε μπουκάλα» — μέ άφησε να περιμένω, μέ κορόιδεψε με υποσχέσεις και μέ εγκατέλειψε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλάθα, μαχαίρα)].