ξιφίδα

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

και ξιφίς, η
μικρό εγχειρίδιο με λαβή και με κοντή, αιχμηρή και αμφίστομη συνήθως λεπίδα, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι και οι ιππότες κατά τον μεσαίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. -ις -ίδα (πρβλ. λεπ-ίδα)].