νυκταλωπιώ

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

(Α νυκταλωπιῶ, -άω)
νεοελλ.
πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό
αρχ.
πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά τη διάρκεια της νύχτας» + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστ-ιώ)].