ξυλάρας
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
ο
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. -άρας (πρβλ. ποδ-άρας)].