Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ουρανής

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

-ιά, -ί
1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ουρανί
το γαλάζιο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανός + κατάλ. -ής (πρβλ. θαλασσ-ής)].