ουρανισκόφωνος
Greek Monolingual
-η, -ο
γραμμ. αυτός που κατ' εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» — τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλό-φωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη].