ουρανίσκος
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ουρανίσκος) ουρανός
1. υποκορ. του ουρανός
2. ανατ. το άνω τοίχωμα της κοιλότητας του στόματος, η υπερώα
νεοελλ.
φρ. «διαμαρτία ουρανίσκου»
ιατρ. το λυκόστομα
αρχ.
1. θολωτή οροφή δωματίου ή θρόνου
2. ως κύριο όν. Οὐρανίσκος
αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο.