ουρανισκόφωνος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

-η, -ο
γραμμ. αυτός που κατ' εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» — τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλόφωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη].