Πλαταιίς

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πλαταιαί + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Μηλ-ίς)].