πετούμενος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος («πουλί πετούμενο έγινε πια ο άνθρωπος)
2. το ουδ. ως ουσ. το πετούμενο
το πτηνό, το πουλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. πετώ σχηματισμένη με κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. μελλ-ούμενος, πλε-ούμενα, χρειαζ-ούμενα)].