οξυκέφαλος
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, -ον)
αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κεφαλή (πρβλ. πλατυ-κέφαλος)].