ὀξυκέφαλος
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
English (LSJ)
ὀξυκέφαλον, with pointed head, Poll.2.43, Philum.Ven.31.1, Sch.Ar.Av.1295.
German (Pape)
[Seite 353] spitzköpfig, Schol. Ar. Thesm. 175.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν κεφαλήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1295, Πολυδ. Β΄, 43.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, -ον)
αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κεφαλή (πρβλ. πλατυκέφαλος)].