ὀξυκέφαλος

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκέφᾰλος Medium diacritics: ὀξυκέφαλος Low diacritics: οξυκέφαλος Capitals: ΟΞΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: oxyképhalos Transliteration B: oxykephalos Transliteration C: oksykefalos Beta Code: o)cuke/falos

English (LSJ)

ὀξυκέφαλον, with pointed head, Poll.2.43, Philum.Ven.31.1, Sch.Ar.Av.1295.

German (Pape)

[Seite 353] spitzköpfig, Schol. Ar. Thesm. 175.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν κεφαλήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1295, Πολυδ. Β΄, 43.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, -ον)
αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κεφαλή (πρβλ. πλατυκέφαλος)].