οξυκέφαλος
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, -ον)
αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κεφαλή (πρβλ. πλατυκέφαλος)].