ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
ο, Νπόνος του λαιμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + λαιμός, κατ' αντιστροφή του λαιμόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος λαιμού (πρβλ. πονο-κέφαλος)].