αντιστροφή
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek Monolingual
η (Α ἀντιστροφή)
1. σύστημα στίχων σε χορικό αρχαίου δράματος το οποίο βρίσκεται σε μετρική και ρυθμική αντιστοιχία με το προηγούμενο σύστημα, τη στροφή
2. αμοιβαία μεταβολή («αντιστροφή των όρων», «αντιστροφή της αναλογίας»)
νεοελλ.
στροφή προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.
1. η στροφή, η κίνηση των χορευτών ενός χορικού άσματος προς κατεύθυνση αντίθετη από την προηγούμενη
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο δύο κώλα μιας περιόδου τελειώνουν με την ίδια λέξη.