προικίδιος

Revision as of 16:05, 29 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

α, ον, forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443; προικίδιον, small dowry Plu.2.767c.

German (Pape)

[Seite 725] = προίκειος, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προικίδιος: -α, -ον, = προίκειος, προικῷος, Φίλων 2. 443.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος)].