προικίδιος

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικίδιος Medium diacritics: προικίδιος Low diacritics: προικίδιος Capitals: ΠΡΟΙΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: proikídios Transliteration B: proikidios Transliteration C: proikidios Beta Code: proiki/dios

English (LSJ)

α, ον, forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443; προικίδιον, small dowry Plu.2.767c.

German (Pape)

[Seite 725] = προίκειος, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προικίδιος: -α, -ον, = προίκειος, προικῷος, Φίλων 2. 443.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφίδιος)].