Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
τὸ, Απιθ. υποκορ. του σκυφίον.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρην-ίδιον)].