σκυφίδιον

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
πιθ. υποκορ. του σκυφίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρηνίδιον)].