ριζιμαίος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
και ῥιζιμῇος, -αία και -ῄα, -ον, Μ
ο ριζιμιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαίος)].