ριζιμαίος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
και ῥιζιμῇος, -αία και -ῄα, -ον, Μ
ο ριζιμιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολιμαίος)].