ριζιμαίος

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek Monolingual

και ῥιζιμῇος, -αία και -ῄα, -ον, Μ
ο ριζιμιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολιμαίος)].