σποδίτης

Revision as of 18:13, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῑ] ἄρτος, ὁ, bread baked in hot ashes, Hp.Mul.2.118, Diph.26: σποντίτης (sic),= libum, Gloss.

German (Pape)

[Seite 923] ὁ, ἄρτος, in heißer Asche gebackenes Brot, Ath. III, 111 e, aus Diphil. angeführt.

Greek (Liddell-Scott)

σποδίτης: ἄρτος [ῑ], ὁ, ἡψημένος ἐπὶ τῆς θερμῆς σποδιᾶς, Δίφιλ. ἐν «Διαμαστ.» 1.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. σποντίτης, ὁ, Α
(για άρτο) ψημένος στη ζεστή στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. πιτυρ-ίτης)].