σποδίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ] ἄρτος, ὁ, bread baked in hot ashes, Hp.Mul.2.118, Diph.26: σποντίτης (sic), = libum, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 923] ὁ, ἄρτος, in heißer Asche gebackenes Brot, Ath. III, 111 e, aus Diphil. angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
σποδίτης: ἄρτος [ῑ], ὁ, ἡψημένος ἐπὶ τῆς θερμῆς σποδιᾶς, Δίφιλ. ἐν «Διαμαστ.» 1.
Greek Monolingual
και εσφ. γρφ. σποντίτης, ὁ, Α
(για άρτο) ψημένος στη ζεστή στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. πιτυρίτης)].