ὀργανίζω
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀργανίζω: ὀργανόω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.
Greek Monolingual
(Α ὀργανίζω)
οργανώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία του ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. δι-οργανίζω, κατ-οργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός].