οργανώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ὀργανῶ, -όω) όργανον
εφοδιάζω με τα αναγκαία μέσα και όργανα, δίνω οργάνωση σε κάτι
νεοελλ.
1. συστηματοποιώ τα μέρη ενός συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά και αρμονικά
2; προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση ή επιχείρηση
3. μέσ. οργανώνομαι
προσχωρώ στις γραμμές μιας οργάνωσης
αρχ.
κατασκευάζω.