χρυσοφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

-ιγγος, ὁ, Α
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει χρυσή φόρμιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φόρμιγξ «λύρα» (πρβλ. ποικιλο-φόρμιγξ)].