φόρμιγγα

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

η / φόρμιγξ, -ιγγος, ΝΜΑ
παραλλαγή της αρχαϊκής λύρας, το αρχαιότερο είδος τών έγχορδων μουσικών οργάνων, που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, παραπλήσιο με τη σημερινή άρπα αλλά μικρότερου σχήματος, με τέσσερεις και αργότερα με επτά χορδές, το οποίο ήταν πλούσια διακοσμημένο
μσν.-αρχ.
φρ. «φόρμιγξ ἀστερόεσσα Διός» — ο αστερισμός της Λύρας (Νόνν.)
αρχ.
«φόρμιγξ ἄχορδος» — το τόξο (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., μεσογειακής ή ανατολικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ιγξ, όπως και άλλες ονομασίες μουσικών οργάνων (πρβλ. σάλπιγξ, σῦριγξ)].