ὀμπνιόχειρ
English (LSJ)
πλουσιόχειρ, πλούσιος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμπνιόχειρ: ἴδε ὄμπνιος.
Greek Monolingual
ὀμπνιόχειρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + -χειρ (< χείρ, -ός), πρβλ. μονό-χειρ, πλουσιό-χειρ].