οικοδέγμων
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Greek Monolingual
οἰκοδέγμων, -όνος, ὁ (Α)
αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, νεκρο-δέγμων].