ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
οἰκοδέγμων, -όνος, ὁ (Α)αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, νεκροδέγμων].