οικότροφος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
-η, -ο (Α οικότροφος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή
2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός
αρχ.
αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. αμμό-τροφος, ορεσί-τροφος].