ξενοφανής

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

German (Pape)

[Seite 278] ές, fremdartig erscheinend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοφανής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς ξένος, καινοφανής, παράξενος, Ἰω. Δαμ. Ἐπιστ. εἰς Θεόφ. π. Εἰκ. σ. 128.

Greek Monolingual

-ές (Μ ξενοφανής, -ές)
καινοφανής, παράξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σπουδαιο-φανής].