παράξενος
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
English (LSJ)
παράξενον,
A half-foreign, counterfeit, παράσημα καὶ παράξενα Ar.Ach. 518 (where it includes a charge of ξενία), cf. Them. Or.21.255d.
II strange, extraordinary, Anon. inEN419.24.
German (Pape)
[Seite 492] falscher, verstellter Gastfreund oder Fremder, unrechtmäßig als Fremder eingedrungen, Ar. Ach. 491, ἀνδράρια παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα, u. einzeln bei Sp., wie Themist. Bei Palaeph. 52, 2 = simplex.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à demi étranger;
2 étrange, extraordinaire.
Étymologie: παρά, ξένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-ξενος -ον half vreemd.
Russian (Dvoretsky)
παράξενος: получужеземный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
παράξενος: -ον, ὁ ἡμίξενος, μὴ ἀληθινὸς πολίτης, κίβδηλος, (ἔνθα περιλαμβάνει καὶ κατηγορίαν τινὰ ξενίας), Θεμίστ. 255D.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράξενος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα»)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράξενα
παράλογα και αφύσικα πράγματα («δεν τά μπορώ τα παράξενα»)
3. φρ. «παράξενοι βράχοι»
(γεωμορφ.) ογκόλιθοι που ισορροπούν πάνω σε άλλον, επιμήκη ογκόλιθο ή σε μια ασταθή θέση
αρχ.
κίβδηλος, ψεύτικος.
επίρρ...
παράξενα
με παράξενο, με ιδιόρρυθμο τρόπο.
Greek Monotonic
παράξενος: -ον, μισός με ξένη καταγωγή, απατεώνας, ψεύτικος, απατηλός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
παρά-ξενος, ον,
half-foreign, counterfeit, Ar.