-ές (Α ὁμοταχής, -ές)αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής. επίρρ...ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς)με ίση ταχύτητα, ισοταχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισο-ταχής].