ισοταχής

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοταχής, -ές)
1. αυτός που έχει ίση ταχύτητα με κάποιον άλλο
2. αυτός που διατηρεί σταθερή ταχύτητα
αρχ.
(για σφυγμούς) κανονικός.
επίρρ...
ισοταχώςἰσοταχῶς)
με ίση ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ομοιοταχής, ομοταχής].