ομοταχής

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοταχής, -ές)
αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής.
επίρρ...
ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς)
με ίση ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισοταχής].