ομοταχής

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοταχής, -ές)
αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής.
επίρρ...
ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς)
με ίση ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισοταχής].