ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
νοσουργός, ὁ (Α)δηλητηριώδης, ολέθριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μουσ-ουργός].