Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
-έωσύρω, τραβώ το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκῶ (< -ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ρυμ-ουλκώ].