Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ὁμοπληθής, -ές (Α)
1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος
2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη»
μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής].