ὁμοπληθής

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοπληθής Medium diacritics: ὁμοπληθής Low diacritics: ομοπληθής Capitals: ΟΜΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: homoplēthḗs Transliteration B: homoplēthēs Transliteration C: omoplithis Beta Code: o(moplhqh/s

English (LSJ)

ὁμοπληθές, Math., of classes or series containing the same number of individuals or terms, ὁ. εἴδη terms with the same coefficient, Dioph.IDef.10.

German (Pape)

[Seite 339] ές, von gleicher Menge, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοπληθής: -ές, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ μέγεθος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐκλείδου.

Greek Monolingual

ὁμοπληθής, -ές (Α)
1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος
2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη»
μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυπληθής].