παλίμπνους
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
παλίμπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που πνέει εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πνοος / -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. εύ-πνους].