κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
-έςγεμάτος από οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο-βριθής].